Αποκαλύπτοντας τα χρωματοσφαιρικά θαύματα της ηλιακής ατμόσφαιρας
Το χρωματοσφαιρικό αναφέρεται στο χρωματικό (έγχρωμο) τμήμα ενός ηλιακού φάσματος ή άλλης πηγής φωτός. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το εύρος των χρωμάτων που είναι ορατά στο φάσμα, ιδιαίτερα στα υπεριώδη και ορατά μέρη του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.
Στο πλαίσιο της αστρονομίας, η χρωματοσφαιρική αναφέρεται στην περιοχή της ατμόσφαιρας του Ήλιου όπου τα πολύχρωμα φαινόμενα του ηλιακού εμφανίζεται ατμόσφαιρα, όπως ηλιακές κηλίδες, κεφαλές και προεξοχές. Αυτή η περιοχή χαρακτηρίζεται από ισχυρά μαγνητικά πεδία, υψηλές θερμοκρασίες και έντονη ακτινοβολία, που προκαλούν τα παρατηρούμενα χρώματα.
Ο όρος χρωματόσφαιρα επινοήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Βρετανό αστρονόμο Sir Norman Lockyer, ο οποίος μελέτησε τα φάσματα του Ήλιου και άλλα αστέρια. Προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «χρώμα» (χρώμα) και «σφαίρα» (σφαίρα) και έκτοτε έχει υιοθετηθεί ευρέως στον τομέα της αστροφυσικής για να περιγράψει τις πολύχρωμες όψεις των ουράνιων αντικειμένων.