Η σημασία των σιωπηλών στα μοναστήρια και τα θρησκευτικά τάγματα
Silentiary (πληθυντικός: silentiaries) είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των μοναστηριών και των θρησκευτικών ταγμάτων για να αναφέρεται σε μοναχό ή μοναχή που έχει οριστεί ως "φύλακας της σιωπής" εντός της κοινότητας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη "silentium", που σημαίνει "σιωπή." Η κύρια ευθύνη ενός σιωπηλού είναι να διασφαλίζει ότι τα μέλη της κοινότητας τηρούν σιωπή και αποφεύγουν να λένε περιττές λέξεις, ειδικά κατά τη διάρκεια περιόδων προσευχής, διαλογισμού ή άλλων πνευματικών δραστηριότητες. Αυτό βοηθά στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας περισυλλογής και προβληματισμού και στην αποτροπή περισπασμών ή διαταραχών κατά τη διάρκεια σημαντικών θρησκευτικών τελετουργιών. Ωστόσο, αυτός ο ρόλος δεν αποτελεί πάντα μέρος των καθηκόντων του σιωπηρού και οι συγκεκριμένες αρμοδιότητες της θέσης μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το συγκεκριμένο μοναστήρι ή θρησκευτικό τάγμα.



