Κατανόηση Επίτευξης στο Μεσαιωνικό Δίκαιο
Στο πλαίσιο του δικαίου, το "attaint" ή "attainder" αναφέρεται σε ένα είδος ποινής ή ποινής που χρησιμοποιήθηκε στη μεσαιωνική Αγγλία και σε άλλα νομικά συστήματα. Ήταν μια μορφή ποινικής ποινής που περιλάμβανε κατάπτωση περιουσίας και δικαιωμάτων, καθώς και απώλεια κοινωνικής θέσης και προνομίων.
Η επίτευξη τυπικά επιβαλλόταν σε άτομα που είχαν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα όπως προδοσία, φόνο ή κακούργημα. Όταν κάποιος επιτεύχθηκε, θεωρούνταν ότι είχε χάσει τη γη, τους τίτλους και άλλα υπάρχοντά του μέχρι το στέμμα. Θα υπόκεινταν επίσης σε φυλάκιση, εξορία ή ακόμα και θάνατο.
Η έννοια της επίτευξης βασιζόταν στην ιδέα ότι ορισμένα εγκλήματα ήταν τόσο ειδεχθή που άξιζαν όχι μόνο την τιμωρία αλλά και την απώλεια όλων των δικαιωμάτων και προνομίων. Προσεγγίζοντας κάποιον, η κυβέρνηση θα μπορούσε να αρπάξει την περιουσία του και να τη χρησιμοποιήσει για να αποζημιώσει τα θύματα ή να χρηματοδοτήσει δημόσια έργα. Θεωρήθηκε επίσης ως ένας τρόπος για την απομάκρυνση των επικίνδυνων ατόμων από την κοινωνία και την προστασία της κοινότητας.
Η επίτευξη χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν καταργήθηκε ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για τη μεταρρύθμιση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Σήμερα, η έννοια είναι σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη, αν και ορισμένοι νομικοί μελετητές εξακολουθούν να τη μελετούν ως ιστορικό φαινόμενο.



