Κατανόηση της αλκαλιμετρίας: Μέτρηση της συγκέντρωσης αλκαλίων σε διαλύματα
Η αλκαλιμετρία είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της συγκέντρωσης ενός αλκαλίου (μιας βάσης) σε ένα διάλυμα. Περιλαμβάνει την προσθήκη μιας γνωστής ποσότητας ενός ισχυρού οξέος στο διάλυμα και στη συνέχεια τη μέτρηση της ποσότητας της βάσης που καταναλώνεται από το οξύ. Η ποσότητα της βάσης που καταναλώνεται είναι ευθέως ανάλογη με τη συγκέντρωση του αλκαλίου στο αρχικό διάλυμα.
Η πιο κοινή μέθοδος αλκαλιμετρίας είναι η τιτλοδότηση ενός αλκαλίου με ένα ισχυρό οξύ, όπως υδροχλωρικό οξύ (HCl) ή θειικό οξύ (H2SO4). Σε αυτή τη διαδικασία, ένας γνωστός όγκος του οξέος προστίθεται στο αλκαλικό διάλυμα και το σημείο στο οποίο η αντίδραση ολοκληρώνεται (δηλαδή, το pH φτάνει μια ορισμένη τιμή) προσδιορίζεται χρησιμοποιώντας ένα μετρητή pH ή άλλη μέθοδο. Ο όγκος του οξέος που απαιτείται για να φτάσει σε αυτό το σημείο είναι ευθέως ανάλογος με τη συγκέντρωση του αλκαλίου στο αρχικό διάλυμα. Η αλκαλιμετρία χρησιμοποιείται συνήθως στην αναλυτική χημεία για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης ενός αλκαλίου σε ένα δείγμα, όπως στην ανάλυση νερού ή βιολογικών υγρά. Χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή διαφόρων χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, όπου είναι σημαντικός ο έλεγχος της συγκέντρωσης των αλκαλίων στο τελικό προϊόν.