Κατανόηση της δυσαρέσκειας στη γλώσσα
Η δυσαρέσκεια είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στη γλωσσολογία για να περιγράψει την έλλειψη ενός συγκεκριμένου γραμματικού χαρακτηριστικού ή δομής σε μια γλώσσα. Αναφέρεται στην απουσία ενός συγκεκριμένου γραμματικού στοιχείου, όπως ένας δείκτης πεζών-κεφαλαίων ή μια αντωνυμία με φύλο, που υπάρχει σε άλλες γλώσσες.
Για παράδειγμα, τα αγγλικά δεν έχουν γραμματικό γένος, επομένως θεωρούνται ακατάλληλα από αυτή την άποψη σε σύγκριση με γλώσσες όπως τα γαλλικά ή γερμανικά, που έχουν έμφυλα ουσιαστικά και επίθετα. Ομοίως, τα αγγλικά δεν έχουν κλίσεις που να υποδηλώνουν χρόνο ή διάθεση, επομένως δεν είναι ευέλικτα από αυτή την άποψη σε σύγκριση με γλώσσες όπως τα λατινικά ή τα ελληνικά, που έχουν πολύπλοκα συστήματα σύζευξης ρημάτων.
Ο όρος «unsuppleness» επινοήθηκε από τον γλωσσολόγο William Croft για να περιγράψει τους περιορισμούς του γραμματικού συστήματος μιας γλώσσας. Συχνά χρησιμοποιείται σε αντίθεση με την «ευκαμψία», που αναφέρεται στον πλούτο και την ευελιξία της γραμματικής μιας γλώσσας.