Κατανόηση της Ενδυνάμωσης: Ορισμός, Παραδείγματα και Συνώνυμα
Το εξουσιοδοτώ είναι ένα ρήμα που σημαίνει να δώσεις σε κάποιον την εξουσία ή τη δύναμη να κάνει κάτι ή να του δώσει τη δυνατότητα να λάβει αποφάσεις και να αναλάβει δράση. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στην πράξη του να δίνεις σε κάποιον τη δυνατότητα να κάνει κάτι ή να επιτύχει έναν στόχο.
Παραδείγματα:
* Η νέα πολιτική στοχεύει να δώσει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους πρώτης γραμμής να λαμβάνουν αποφάσεις και να αναλαμβάνουν δράση χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από πολλά επίπεδα διαχείρισης.
* Το πρόγραμμα κατάρτισης έχει σχεδιαστεί για να ενδυναμώσει τους εργαζόμενους με τις δεξιότητες και τις γνώσεις που χρειάζονται για να επιτύχουν στους ρόλους τους.
* Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να παρέχει δωρεάν εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά έχει ως στόχο να τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους και να σπάσουν τον κύκλο της φτώχειας .
Συνώνυμα: ενεργοποιώ, εξουσιοδοτώ, δίνω εξουσία, παραχωρώ εξουσία, ενισχύω, ενισχύω, βελτιώνω.
Αντώνυμα: αποδυναμώνω, αποδυναμώνω, περιορίζω, περιορίζω, εμποδίζω, περιορίζω.



