Κατανόηση του Περίβολου στην Αρχαία Ελληνική Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία
Περίβολος (ελληνικά: περίβολος) είναι όρος που χρησιμοποιείται στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και πολεοδομία. Αναφέρεται στην περιοχή έξω από τα τείχη μιας πόλης ή ενός οχυρού οικισμού, ιδιαίτερα στο χώρο μεταξύ των τειχών της πόλης και της γύρω περιοχής.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο περίβολος χρησιμοποιούνταν συχνά για διάφορους σκοπούς, όπως γεωργία, βοσκοτόπια και στρατιωτικά πεδία εκπαίδευσης. . Ήταν επίσης το μέρος όπου απορρίπτονταν τα σκουπίδια και τα απορρίμματα της πόλης. Ο περίβολος αποτελούσε σημαντικό μέρος της υποδομής της πόλης και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία και την καθημερινή της ζωή.
Ο όρος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «περί» (που σημαίνει «γύρω») και «μπόλος» (που σημαίνει «περιοχή» ή « περίβλημα"), και συχνά μεταφράζεται ως "προάστιο" ή "αποκρουστική περιοχή". Ωστόσο, η έννοια του περίβολου δεν περιοριζόταν μόνο σε αστικές περιοχές, αλλά εφαρμόστηκε και σε οχυρούς οικισμούς και άλλους τύπους κλειστών χώρων.



