Ξεκλειδώνοντας τα Μυστήρια της Ιεροφαντικής Γλώσσας και Χειρονομιών
Ιεροφαντικό (επίθετο) που σημαίνει:
1. Σχετίζεται ή μοιάζει με ιεροφάντη.
2. Χαρακτηριστικό ή κατάλληλο για έναν ιεροφάντη. ως ιεροφαντική γλώσσα ή χειρονομίες.
3. Μυστηριώδης; αινιγματικός.
4. Μοιάζει ή προτείνει ιερέα ή ιέρεια σε αξίωμα ή λειτούργημα.
5. Από ή σχετίζεται με τους ιεροφάντες ή τους ιερούς δασκάλους των αρχαίων Ελλήνων.
Ιεροφαντικό είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται ή μοιάζει με ιεροφάντη, ο οποίος ήταν ιερέας ή ιέρεια στην αρχαία Ελλάδα που ερμήνευε ιερές τελετουργίες και μυστήρια. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει γλώσσα, χειρονομίες ή συμπεριφορά που είναι μυστηριώδης ή αινιγματική, σαν να εκτελούνταν από ιεροφάντη. Η λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για να περιγράψει οτιδήποτε θυμίζει ιερέα ή ιέρεια, π.χ. ως θρησκευτική προσωπικότητα ή άτομο που θεωρείται ότι έχει ειδική πνευματική γνώση ή εξουσία. Συνολικά, η λέξη ιεροφανής υποδηλώνει κάτι που ξεχωρίζει από την καθημερινή ζωή και συνδέεται με το ιερό ή το μυστηριώδες.