Τι σημαίνει αποκλεισμένος;
Αποκλεισμός σημαίνει αποκλεισμός ή απαγόρευση από το να κάνει κάτι, συνήθως λόγω κάποιου είδους ανάρμοστης συμπεριφοράς ή απαράδεκτης συμπεριφοράς. Μπορεί επίσης να αναφέρεται στον αποκλεισμό από μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή προνόμιο.
Παράδειγμα πρότασης : Αποκλείστηκε από το να παίξει στο τουρνουά αφού βρέθηκε θετικός σε φάρμακα που βελτιώνουν την απόδοση.
Συνώνυμα : απαγορευμένος, απαγορευμένος, αποκλεισμένος, αποκλεισμένος.
Αντώνυμα : επιτρέπεται, επιτρέπεται, επιτρέπεται, επιτρέπεται, επιτρέπεται, επιτρέπεται, κατάλληλος, κατάλληλος.
Μου αρέσει
Δεν μου αρέσει
Αναφορά σφάλματος περιεχομένου
Κοινή