Τι σημαίνει επιβεβαίωση;
Το Confirm είναι ένα ρήμα που σημαίνει επαλήθευση ή τεκμηρίωση κάτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα περιβάλλοντα, όπως:
1. Για να επιβεβαιώσετε ένα ραντεβού ή μια κράτηση: "Επιβεβαίωσα την κράτηση για δείπνο για τις 7 μ.μ."
2. Για να επιβεβαιώσετε ένα γεγονός ή μια πληροφορία: "Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι τα κέρδη της εταιρείας αυξάνονται σταθερά."
3. Για να επιβεβαιώσετε μια απόφαση ή ενέργεια: "Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαίωσε τη νέα στρατηγική μάρκετινγκ."
4. Για να επιβεβαιώσετε την ταυτότητα ή τα διαπιστευτήρια κάποιου: "Ο φύλακας επιβεβαίωσε την ταυτότητά μου με το διαβατήριό μου."
5. Για να επιβεβαιώσετε μια συναλλαγή ή πληρωμή: "Επιβεβαίωσα την πληρωμή με την εταιρεία της πιστωτικής μου κάρτας."
Γενικά, για να επιβεβαιώσετε κάτι σημαίνει να παρέχετε αποδεικτικά στοιχεία ή αποδείξεις ότι είναι αληθές ή ακριβές ή να επαληθεύσετε ότι κάτι έχει γίνει ή έχει συμφωνηθεί.



