The Anchorite: A Medieval Christian Practice of Solitude and Devotion
Anchorite είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε στο Μεσαίωνα για να περιγράψει έναν χριστιανό ερημίτη ή ερημίτη που ζούσε στη μοναξιά και τη φτώχεια, συχνά σε ένα κελί ή καλύβα κοντά σε εκκλησία ή μοναστήρι. Η λέξη "anchorite" προέρχεται από το λατινικό "anachoretes", που σημαίνει "αυτός που κατοικεί σε ένα απομακρυσμένο μέρος." απολαύσεις. Συχνά ζούσαν απομονωμένοι, επιβιώνοντας με ελεημοσύνη και δωρεές από άλλους, και περνούσαν τον χρόνο τους σε προσευχή, διαλογισμό και πνευματική περισυλλογή. Η πρακτική του ανχοριτισμού ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη μεσαιωνική περίοδο, ειδικά μεταξύ των γυναικών, που συχνά έλκονταν από αυτόν τον τρόπο της ζωής ως μέσου για να ξεφύγουν από τους περιορισμούς και τις προσδοκίες που τους θέτει η κοινωνία. Πολλοί αγκυροβότες είχαν μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό για την ευσέβεια και την πνευματική τους σοφία, και μερικοί μάλιστα έγιναν διάσημοι για τα γραπτά και τις διδασκαλίες τους.
Σήμερα, ο όρος «ανκορίτης» δεν χρησιμοποιείται συνήθως, αλλά η έννοια του να ζεις μια ζωή μοναξιάς και αφοσίωσης στον Θεό συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό μέρος πολλών θρησκευτικών παραδόσεων.



