The History of Ragseller: From Street Vendor to Degatory Term
Το Ragseller είναι ένας όρος αργκό που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα. Αναφέρεται σε πλανόδιο πωλητή που πουλά κουρέλια, τα οποία είναι κομμάτια υφάσματος που χρησιμοποιούνται για καθαρισμό ή γυάλισμα. Ο όρος συνδέεται συχνά με μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα Εβραίους, που ήταν γνωστό ότι πουλούσαν κουρέλια στους δρόμους της Νέας Υόρκης και σε άλλες αστικές περιοχές.
Η λέξη "ragseller" προέρχεται από τη γλώσσα Γίντις, στην οποία "κουρέλι" σημαίνει «ύφασμα» ή «κουρέλια» και «πωλητής» σημαίνει «έμπορος» ή «έμπορος». Με την πάροδο του χρόνου, ο όρος έγινε μια υποτιμητική προσβολή που χρησιμοποιούσαν οι μη Εβραίοι Αμερικανοί για να αναφερθούν σε Εβραίους πλανόδιους πωλητές που πουλούσαν κουρέλια. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε συχνά με υποτιμητικό τρόπο για να υπονοήσει ότι οι πωλητές ήταν φτωχοί, αμόρφωτοι και δυσάρεστοι.
Σήμερα, ο όρος "ragseller" θεωρείται σε μεγάλο βαθμό ένας απαρχαιωμένος και προσβλητικός όρος και δεν χρησιμοποιείται συνήθως στα σύγχρονα αγγλικά. Ωστόσο, παραμένει ένα σημαντικό μέρος της αμερικανικής πολιτιστικής ιστορίας και μια υπενθύμιση των προκλήσεων που αντιμετώπισαν οι κοινότητες των μεταναστών στο παρελθόν.



